Ο Άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων και τα ανεπανάληπτα διηγήματά του!

ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Advertisement

Επιμέλεια Γιάννης Ελευθερίου

  Τον αποκαλούν ως ο Άγιος των ελληνικών Γραμμάτων. Θεωρείται κορυφαίος με τα ανεπανάληπτα διηγήματά του να αποτελούν σπουδαία πνευματική παρακαταθήκη και αντικείμενο αέναης μελέτης αλλά και ανταλλαγής απόψεων στον χώρο των γραμμάτων.  

 Είναι η  «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη. Ο λόγος για τον σπουδαίο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη που πέθανε σαν σήμερα 3 Ιανουαρίου 1911.

   Αναλυτικότερα και σύμφωνα με τη Wikipedia.gr, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 – 3 Ιανουαρίου 1911 είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, γνωστός και ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων», «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη. Έγραψε κυρίως διηγήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Ο βίος του

Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ Σκιαθίτης, ο οποίος ακολουθούσε την αυστηρή παράδοση του ορθοδόξου κινήματος των Κολλυβάδων. Ο Ι. Φραγκούλας έχει υποστηρίξει ότι ο παππούς του Αλεξάνδρου είχε το επίθετο Μοσκοβάκης, ωστόσο η ύπαρξη, σε αρχείο του 1820, του ονόματος «καπετάν Μανόλης Διαμάντης Σκιαθίτης» δεν επιτρέπει να αμφιβάλλουμε για το πραγματικό του επίθετο. Μητέρα του ήταν η Γκουλιώ (Αγγελική) Εμμανουήλ, το γένος Μωραΐτη. Ο παππούς του, Αλέξανδρος Μωραΐτης, είχε καταγωγή από τον Μυστρά. Είχε τα εξής αδέλφια: Εμμανουήλ, Κυρατσούλα (πέθαναν σε ηλικία ενός έτους), Ουρανία (η μόνη από τις αδελφές που παντρεύτηκε), Χαρίκλεια, Σοφούλα, Γεώργιος, Κυρατσούλα.

Εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτικότητα, τα εξωκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά διαμόρφωσαν μια χριστιανική ιδιοσυγκρασία, που διατήρησε έως το τέλος της ζωής του. Στα παιδικά του χρόνια, σύντροφοί του, μεταξύ άλλων, ήταν τα ξαδέλφια του, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και Σωτήριος Οικονόμου (μετέπειτα σχολάρχης στη Σκιάθο), και οι Σπυρίδων Μωραϊτης (αργότερα ίδρυσε πρότυπο σχολείο) και Νικόλαος Διανέλος (αργότερα μοναχός Νήφων).

Τελείωσε το Δημοτικό στο νησί του το 1860, με τον χαρακτηρισμό «μέτριος» και αναφερόμενος, όπως και σε όλες τις τάξεις, με το όνομα «Αλέξανδρος Παπά Διαμάντης» και γράφτηκε στο Σχολαρχείο την ίδια χρονιά, ως «Αλέξανδρος Παπά Αδαμαντίου». Όταν τελείωσε τη Β΄τάξη, το Σχολαρχείο της Σκιάθου καταργήθηκε και ο Αλέξανδρος έπρεπε να σπουδάσει στο αντίστοιχο της Σκοπέλου. Καθώς όμως τα οικονομικά της οικογένειας δεν επέτρεπαν τη διαμονή του στη Σκόπελο, έμεινε για δύο χρόνια στη Σκιάθο, χωρίς να πηγαίνει σχολείο. Εκεί μελετούσε μόνος του, βοηθούσε τον πατέρα του στη λειτουργία, ζωγράφιζε και προσπάθησε να γράψει ποιήματα και κωμωδίες, ενώ η ανατροφή ως παπαδοπαίδι και η αγάπη του για το βιβλίο τον κράτησαν μακριά από τις ζωηρές παιδικές παρέες. Οι παιδικές µνήµες του Παπαδιαμάντη, οι οποίες αργότερα πέρασαν στα διηγήματά του, θα προέλθουν από αυτήν κυρίως την περίοδο της ζωής του.

Το 1865, γράφτηκε στη Γ΄ τάξη του Σχολαρχείου στη Σκόπελο, από την οποία αποφοίτησε με βαθμό «κάλλιστα», και µε την παρατήρηση «απολυτέος και επαινετέος επαίνου Α΄ βαθμού». Εκεί αναφέρεται με το όνοµα «Αλέξανδρος Αδαµαντιάδης». Τα έτη 1866 – 1867 δεν συνέχισε τις σπουδές του και παρέμεινε στη Σκιάθο, πιθανότατα λόγω των οικονομικών δυσχερειών της οικογένειάς του.

Το 1867, ο Παπαδιαμάντης γράφτηκε στην Α΄ Γυμνασίου, στη Χαλκίδα. Την επόμενη σχολική χρονιά είχε προβλήματα με τον καθηγητή των Θρησκευτικών. Στα μέσα της χρονιάς λογομάχησε με τον καθηγητή και, μη αποδεχόμενος την τιμωρία του, διέκοψε τις σπουδές του και επέστρεψε στη Σκιάθο. Ωστόσο τον Σεπτέμβριο του 1869 πέρασε τις εξετάσεις και εγγράφηκε στη Γ΄ τάξη του Γυμνασίου στον Πειραιά. αλλά τον Ιανουάριο του 1870 διέκοψε τις σπουδές του και γύρισε στη Σκιάθο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1871, εφοδιασμένος με συστατικές επιστολές, τις οποίες δεν φαίνεται να χρησιμοποίησε, παρά τις επιπλήξεις του πατέρα του.

Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός ή προσκυνητής. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1873, όπου γράφτηκε στην τέταρτη τάξη του Βαρβάκειου Γυμνασίου. Στην Αθήνα έμεινε περίπου δέκα χρόνια, επισκεπτόμενος κάποιες φορές το νησί του. Έζησε φτωχικά, συγκάτοικος με συγγενείς και συμπατριώτες του και εργαζόμενος ως οικοδιδάσκαλος.

Αποφοίτησε από το Βαρβάκειο το 1874. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου ήταν συμφοιτητής με τον Γεώργιο Βιζυηνό, ενώ ένας από του καθηγητές του ήταν ο Στέφανος Κουμανούδης. Δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αν και προφασιζόταν ότι δεν τις εγκατέλειψε, μη θέλοντας να επιστρέψει στη γενέτειρά του και να στρατευθεί. Αυτό στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις τέσσερις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες και του παραστάθηκαν με αφοσίωση σε όλες τις δύσκολες στιγμές του — όπως όταν, για παράδειγμα, απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο. Ωστόσο, επειδή οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές, σύντομα αναγκαζόταν να επιστρέψει στην Αθήνα.

Το 1877 ο Παπαδιαμάντης στρατεύτηκε για σύντομο διάστημα, διότι πήρε αναστολή ως σπουδαστής, και κλήθηκε ξανά στον στρατό το 1880-1881.

Η συγγραφική του πορεία

«Ὁ Ἀλέξαντρος Παπαδιαμάντης, ποιητὴς μὲ τὸν πεζὸ τὸ λόγο, καὶ κάποτε, μὰ πολὺ σπάνια, μὲ τὸ στίχο, ἕνας ἀπὸ τοὺς ξεχωριστοὺς ἁρμονικοὺς ἀντιπροσώπους τῆς νέας καὶ ἄμουσης ἀκόμα σὲ πολλὰ ἑλληνικῆς ψυχῆς.            »

—Κωστῆς Παλαμᾶς, «Ἡ Μοῦσα τοῦ Παπαδιαμάντη»

Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί. Επίσης άρχισε να κάνει μεταφράσεις από τα γαλλικά και αγγλικά τα οποία γνώριζε πολύ καλά[19]. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.

Η θέση του βελτιώθηκε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον προοδευτικό δημοσιογράφο και εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, ο οποίος ίδρυσε την, περίφημη για την εποχή της, εφημερίδα Ακρόπολις. Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και έπαιρνε, ως αμοιβή από την Ακρόπολη, 200 και 250 δραχμές το μήνα), ενώ κέρδιζε αρκετά και από τις -περιζήτητες- συνεργασίες του με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Ήταν σπάταλος και ανοργάνωτος όσον αφορά τη διαχείριση των χρημάτων του.[εκκρεμεί παραπομπή] Όταν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη στου Ψυρρή (όπου έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς, σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Κι έτσι έμενε πάντα φτωχός και στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη, ακόμα και ρούχα. Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό του και η μεγάλη ανεμελιά του, συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, με μια πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατούσε σε κατάσταση αθλιότητας. Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια, γιατί ήταν λιτότατος και ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά του και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του. «Κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν συνέβη νὰ εἶμαι πλούσιος…» έχει γράψει στο διήγημά του «Πατέρα στο σπίτι».

Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα Άστυ, ο διευθυντής του προσέφερε για μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό».

Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό, που σιγά-σιγά τού έγινε πάθος, καθώς και το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση, κατέστρεψαν την υγεία του και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.

Παρόλο που γενικά στη ζωή του φαινόταν απλησίαστος, παρόλο που του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση και δεν έπιανε εύκολα φιλίες, στο περιοδικό Νέα Εστία (Χριστούγεννα 1940) διαβάζουμε για εκείνους που πλησίαζε και φανέρωνε τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο: «Γνώρισα τὸν Παπαδιαμάντη ἀπὸ κοντὰ μόνο τὸν τελευταῖο χρόνο ποὺ βρισκόταν στὴν Ἀθήνα. Κάποιος φίλος τὸν ἔφερε στὸ σπίτι μας […] κι’ ἀπὸ τότε, ἴσως γιατὶ μᾶς βρῆκε ἁπλοὺς καὶ κάπως τῆς ἀρεσκείας του, ἐρχότανε πότε-πότε κατὰ τὶς ἐννιὰ τὸ βράδυ. […] Ἦταν σιωπηλός, ὅταν ὅμως θίγαμε κάτι ποὺ τὸν ἐνδιέφερε ἢ ποὺ τ’ ἀγαποῦσε, μιλοῦσε συνεχῶς γιὰ κάμποση ὥρα, μὲ μιὰ φωνὴ σιγανή. […] Ὅταν ἦταν νὰ φύγει γιὰ τὴ Σκιάθο, ἦρθε μόνος του αὐτὴ τὴ φορά, γιὰ νὰ μᾶς ἀποχαιρετήσει. Ἡ φωνή του εἶχε ἕναν ἀλλιώτικο τόνο, ἦταν θερμὴ καὶ πολὺ συγκινημένη. Μᾶς κάλεσε νὰ πᾶμε στὸ νησί του, ὅπου θὰ μᾶς φιλοξενοῦσε στὸ σπιτάκι του.»

Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητά την πνευματική ανακούφιση ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματά του και στον ποιητικότατο πεζό του λόγο, στα διάφορα διηγήματά του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του.

Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής, με την παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση, τον έκανε να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλλει στον Ι. Ναό του Αγίου Ελισσαίου ως δεξιός ψάλτης, ενώ στον ίδιο ναό, έψαλλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του και συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και εφημέριος ήταν ο (στις μέρες μας ανακηρυγμένος άγιος) παπα-Νικόλας Πλανάς.

Τα τελευταία χρόνια

Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό και η ασυλλόγιστη απλοχεριά του έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, ενώ παράλληλα χειροτέρευε και η υγεία του. Κάποιοι φίλοι του (μεταξύ των οποίων οι Μιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας, Δημήτριος Κακλαμάνος, Αριστομένης Προβελέγγιος) διοργάνωσαν μια γιορτή στο Φιλολογικό Σύλλογο “Παρνασσός” το 1908 για τα λογοτεχνικά εικοσιπεντάχρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό, με σκοπό να τον βοηθήσουν να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο. Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη του και να αγοράσει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάστηκε να επιστρέψει στη Σκιάθο. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπάθησε να τον πείσει να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 έφυγε για το νησί του, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως ο ίδιος έγραψε.

Στο νησί του εξακολούθησε να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, για να έχει κάποιον πόρο ζωής, μα ύστερα από λίγο τα χέρια του πρήστηκαν και του ήταν δύσκολο να γράφει. Το ημερήσιο πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία. Μαζεύοντας τα ιστορικά του νησιού και τα παλιά χρονικά συνέθεσε τα τελευταία του διηγήματα πιο ώριμα και πιο ολοκληρωμένα.

Μνημείο για τον Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο (Αντιγραφή)

Ο Παπαδιαμάντης απεβίωσε τον Ιανουάριο του 1911, ύστερα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια και αλλού. Ορισμένοι ποιητές συνέθεσαν εγκωμιαστικά έργα (Μαλακάσης, Πορφύρας κ.ά.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα, άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους. Στα 1924, ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα Άπαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στη Σκιάθο, ενώ στις εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα και Πολιτεία δημοσιεύτηκαν τα τελευταία άγνωστα διηγήματά του. Το 1933 έγιναν ομιλίες μπροστά στην προτομή του για το έργο του, με την παρουσία και συμμετοχή τετρακοσίων Γάλλων διανοούμενων που επισκέφθηκαν τη Σκιάθο, καθώς και εκατόν πενήντα Ελλήνων λογοτεχνών και άλλων θαυμαστών του. Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά και πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν πλατύτερα με το έργο του. Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του, ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική κριτική του έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Αν και η βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα, τα οποία να απορρέουν από μια αντικειμενική μελέτη του έργου του, δεν υπάρχουν ως το 1935.

«Τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην τὴν κορυφὴν τοῦ Δεσπότου…». Ήταν το αγαπημένο εκκλησιαστικό τροπάριο του Παπαδιαμάντη και αυτό επέλεξε να εκτελέσει η βυζαντινή χορωδία στο φιλολογικό μνημόσυνο που έγινε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1961 για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από το θάνατό του. Εκείνη τη βραδιά, στην αίθουσα του “Παρνασσού” μίλησαν ο λογοτέχνης Γεώργιος Βαλέτας και ο Φώτης Κόντογλου για τη θρησκευτικότητα του «Αγίου» των ελληνικών Γραμμάτων. Στη γενέτειρά του, τη Σκιάθο, οι εκδηλώσεις κράτησαν όλο το χρόνο, που είχε ονομαστεί «Έτος Παπαδιαμάντη». Σήμερα, η κάρα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη φυλάσσεται στον Ναό Γεννήσεως της Θεοτόκου Σκιάθου, ενώ ο τάφος του διατηρείται στο κοιμητήριο του νησιού.

Advertisement

Δείτε επίσης

Advertisement

ADVERTISEMENT​

Advertisement

Advertisement