Η ιστορία της Άννας Κουτσομάλλη μοιάζει με επιστροφή ενός ονείρου που αρνήθηκε να πεθάνει.
Γεννημένη στην Ίμβρο, σε μια εποχή που οι Έλληνες του νησιού ζούσαν μέσα στον φόβο και την εγκατάλειψη, αναγκάστηκε παιδί ακόμη να φύγει – γιατί το τουρκικό κράτος είχε κλείσει όλα τα ελληνικά σχολεία. «Ή θα πας σε τουρκικό ή θα φύγεις», της είπε ο πατέρας της το 1964. Κι εκείνη έφυγε.
Από την Ίμβρο στην Πρίγκηπο, από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, κι έπειτα στην Αθήνα. Όμως η ψυχή της δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται στο νησί. Εκεί όπου ο πατέρας της έκλαιγε γιατί την άφησε στο μοναστήρι να μορφωθεί, εκεί όπου οι Ρωμιοί έφευγαν ο ένας μετά τον άλλον, καρφώνοντας τα παράθυρά τους πριν φύγουν.
Χρόνια αργότερα, η Άννα θα επιστρέψει. Το 2011, μετά από ένα σοβαρό τροχαίο που θα τη βγάλει αλώβητη, θα πει πως «ο Θεός με κράτησε για να φανώ χρήσιμη». Και αποφασίζει να αφιερωθεί στον σκοπό που θα αλλάξει τη μοίρα του τόπου της: να ξανανοίξει το ελληνικό σχολείο της Ίμβρου.
Τρία χρόνια πάλευε με γραφειοκρατία, αδιαφορία και προκατάληψη. Της έκρυβαν φακέλους, την αποθάρρυναν, μα εκείνη έμεινε ακλόνητη. Μέχρι που, το 2013, το σχολείο ξανάνοιξε τις πόρτες του. Κι ένα χρόνο μετά, το Γυμνάσιο και το Λύκειο πήραν κι αυτά ζωή.
Σήμερα, η Άννα Κουτσομάλλη ζει μοιρασμένη ανάμεσα στην Αθήνα και την Ίμβρο. Τα καλοκαίρια επιστρέφει εκεί όπου κάποτε την αποκαλούσαν «γκιαούρ», με τη δύναμη να διδάσκει στα ελληνικά παιδιά ότι η μνήμη και η παιδεία δεν σβήνουν.




































































































