Ο θάνατος της 16χρονης στο Γκάζι έφερε ξανά στο φως ένα ζήτημα που, αν και όλοι γνωρίζουν, σπάνια αντιμετωπίζεται με τη σοβαρότητα που του αξίζει. Η πώληση και κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους αποτελεί πλέον μια επικίνδυνη κανονικότητα, ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές της Αθήνας όπου η διασκέδαση και η εμπορική δραστηριότητα ανθούν. Ποια τελικά είναι η πραγματικότητα στα μαγαζιά της Αθήνας;
Η εύκολη πρόσβαση και η κοινωνική ανοχή
Κάθε έφηβος γνωρίζει πως μπορεί να προμηθευτεί αλκοόλ χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Είτε πρόκειται για μπύρες από το περίπτερο της γειτονιάς, είτε για μπουκάλια από ψιλικατζίδικα και σούπερ μάρκετ, η πρόσβαση είναι σχεδόν απεριόριστη και η διαδικασία εντελώς απροβλημάτιστη. Με λίγη προσπάθεια, ακόμη και σκληρό αλκοόλ γίνεται διαθέσιμο, αφού σε πολλές περιπτώσεις οι πωλητές αποφεύγουν να ζητήσουν αποδεικτικό ηλικίας ή απλώς «κάνουν τα στραβά μάτια». Οι παρέες των εφήβων πηγαίνουν συχνά δύο-δύο ή σε μεγαλύτερες ομάδες και γεμίζουν σακούλες με μπουκάλια, τα οποία καταναλώνονται αργότερα σε πάρκα, πλατείες και δημόσιους χώρους, χωρίς κανείς να παρεμβαίνει.
Οι χώροι διασκέδασης, ιδίως τα μπαρ και τα κλαμπ του κέντρου, ελάχιστα εμπόδια θέτουν στην κατανάλωση αλκοόλ από ανήλικους τα σαββατοκύριακα. Μέχρι πρόσφατα, η ύπαρξη του λεγόμενου «παραθυριού» των ιδιωτικών εκδηλώσεων, όπως σχολικά πάρτι ή ενοικιαζόμενοι χώροι για νεανικές συγκεντρώσεις, παρείχε μια πρόφαση για να μην ασκείται έλεγχος. Τα καταστήματα υποστήριζαν ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν ποιος πίνει και τι πίνει, ωστόσο η πραγματικότητα δείχνει ότι η ανοχή αυτή επέτρεψε τη δημιουργία μιας κουλτούρας όπου το αλκοόλ θεωρείται φυσικό συστατικό της εφηβικής διασκέδασης.

Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρείται και με τα καπνικά προϊόντα. Παρότι τα επίσημα σημεία πώλησης που ανήκουν σε εταιρείες τηρούν αυστηρά τους κανόνες, στα περίπτερα και στα μικρά καταστήματα της γειτονιάς συχνά ισχύει μια διαφορετική «νομοθεσία». Ο ανήλικος πελάτης αντιμετωπίζεται σαν κανονικός ενήλικος, αγοράζει τσιγάρα ή ηλεκτρονικές συσκευές ατμίσματος χωρίς ερωτήσεις και αποχωρεί με απόλυτη φυσικότητα. Η εικόνα ενός δεκαπεντάχρονου που κρατά στο ένα χέρι ενεργειακό ποτό και στο άλλο ηλεκτρονικό τσιγάρο είναι πια συνηθισμένη και, δυστυχώς, κοινωνικά ανεκτή.
Η πραγματικότητα στα μαγαζιά της Αθήνας
Η Αθήνα, και ιδιαίτερα περιοχές όπως το Γκάζι, το Μεταξουργείο και το Κουκάκι, έχουν εξελιχθεί σε πυρήνες της νεανικής διασκέδασης, με αποτέλεσμα η εποπτεία να είναι δύσκολη και η παραβατικότητα να αυξάνεται. Παρότι ο νόμος 5216/2025 απαγορεύει ρητά την πώληση αλκοόλ σε ανηλίκους, υποχρεώνει τα καταστήματα να ζητούν ταυτότητα και προβλέπει αυστηρά πρόστιμα ή ακόμη και ανάκληση άδειας λειτουργίας από την πρώτη παράβαση, η εφαρμογή του στην πράξη είναι προβληματική. Οι έλεγχοι γίνονται αποσπασματικά και, συνήθως, μόνο όταν υπάρξει δημόσιος θόρυβος ή ένα τραγικό συμβάν, όπως αυτό της 16χρονης στο Γκάζι.
Η πραγματικότητα είναι πως τα περισσότερα μαγαζιά της Αθήνας λειτουργούν μέσα σε ένα γκρίζο πλαίσιο ευθυνών. Οι επιχειρηματίες επικαλούνται τον φόρτο εργασίας, την πολυκοσμία ή την αδυναμία ελέγχου κάθε παραγγελίας, ενώ η αστυνομία και οι αρμόδιες αρχές παραδέχονται ότι η εποπτεία όλων των σημείων πώλησης, από τα κλαμπ μέχρι τα περίπτερα, είναι αδύνατη. Έτσι, η παράβαση περνά συχνά απαρατήρητη και η κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους παραμένει ένα ανοικτό, ανεξέλεγκτο φαινόμενο.

Τα στατιστικά δεν αφήνουν περιθώρια
Σύμφωνα με την έρευνα ESPAD του 2024, περισσότεροι από οκτώ στους δέκα 16χρονους στην Ελλάδα, ποσοστό που φθάνει το 86%, έχουν καταναλώσει αλκοόλ τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους, ενώ το 59% παραδέχεται ότι ήπιε μέσα στον τελευταίο μήνα. Το 37% δήλωσε ότι κατανάλωσε πάνω από πέντε ποτά σε μία συνεδρία, στοιχείο που δείχνει έντονη και επικίνδυνη κατανάλωση.
Παράλληλα, η έρευνα του ΕΠΙΨΥ αποκαλύπτει ότι το 93,4% των μαθητών θεωρούν εύκολη την πρόσβαση στο αλκοόλ και το 62% έχει πιει σε χώρους διασκέδασης τον τελευταίο μήνα. Περίπου ένας στους τρεις εφήβους πίνει τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, ενώ ένας στους πέντε καταναλώνει περισσότερα από πέντε ποτήρια στη διάρκεια μιας εξόδου. Τα στοιχεία αυτά τοποθετούν την Ελλάδα πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και επιβεβαιώνουν ότι η πρώιμη κατανάλωση δεν είναι εξαίρεση, αλλά τάση.
Η ανάγκη για πραγματική εφαρμογή και πολιτική βούληση
Η ύπαρξη αυστηρής νομοθεσίας δεν αρκεί από μόνη της για να περιορίσει το φαινόμενο. Χρειάζεται συστηματική επιβολή των κανόνων, συχνοί έλεγχοι σε καταστήματα και χώρους διασκέδασης, αλλά και συνεργασία ανάμεσα στον Δήμο Αθηναίων, τη ΔΙΜΕΑ και την αστυνομία ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι απαγορεύσεις τηρούνται. Παράλληλα, είναι απαραίτητη μια σοβαρή καμπάνια ενημέρωσης που θα απευθύνεται όχι μόνο στους νέους, αλλά και στους γονείς, τους εκπαιδευτικούς και τους επαγγελματίες του χώρου.
Πρακτικά, θα πρέπει να θεσπιστεί ένα σύστημα ελέγχου ηλικίας με ηλεκτρονική επιβεβαίωση στα σημεία πώλησης, καθώς και προγράμματα εκπαίδευσης για τους εργαζόμενους στα μαγαζιά της εστίασης, ώστε να γνωρίζουν τις ευθύνες και τις συνέπειες της παράβασης. Οι γονείς και τα σχολεία πρέπει να αποτελέσουν μέρος μιας ενιαίας προσπάθειας ενημέρωσης, με έμφαση όχι στην απαγόρευση, αλλά στην κατανόηση του κινδύνου και στη δημιουργία υγιούς κουλτούρας γύρω από τη διασκέδαση.
Η τραγική απώλεια της 16χρονης στο Γκάζι δεν είναι ένα τυχαίο περιστατικό, αλλά το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής αδράνειας που διαρκεί χρόνια. Αν δεν υπάρξει συντονισμένη και αποφασιστική δράση, το αλκοόλ θα συνεχίσει να ρέει στα ποτήρια των ανηλίκων με την ίδια ευκολία που ρέει η σιωπή μας.
Ας μιλήσουμε ανοιχτά, γιατί οι νέοι καταλαβαίνουν καλύτερα από όλους μας πότε λείπουμε, ακόμη κι όταν είμαστε στο διπλανό δωμάτιο κολλημένοι στην οθόνη του κινητού με την εξάντληση να έχει γίνει δεύτερη φύση, οι βάρδιες, τα δύο μεροκάματα, τα «μικρά» μεγάλα άγχη, τα διαζύγια που δεν τελειώνουν ποτέ, οι λογαριασμοί που δεν βγαίνουν, όλα αυτά υπάρχουν και είναι αληθινά, όμως δεν είναι αρκετοί λόγοι για να εκχωρήσουμε στη νύχτα την ανατροφή των παιδιών μας και να ζητάμε από τον πορτιέρη, τον μπάρμαν ή τον περιπτερά να παίξουν τον ρόλο που αρμόζει σε εμάς. Η παρουσία δεν είναι μια αφηρημένη έννοια που επιβεβαιώνεται με ένα μήνυμα στις δύο τα ξημερώματα ούτε μια γενική οδηγία τύπου «πρόσεχε» που διατυπώνεται βιαστικά πριν κλείσει η πόρτα· είναι οι κανόνες που συμφωνούνται την ημέρα και εφαρμόζονται τη νύχτα, είναι το σταθερό «όχι» που ακούγεται πριν γίνει κραυγή βοήθειας, είναι το «γύρνα να μιλήσουμε» που προλαβαίνει τη σακούλα με τα μπουκάλια στην πλατεία.




































































































