Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ προχώρησε για πρώτη φορά στον χαρακτηρισμό τεσσάρων ευρωπαϊκών ομάδων, που συνδέονται με το διεθνές αντιφασιστικό κίνημα Antifa, ως «Ξένες Τρομοκρατικές Οργανώσεις» (FTO) και «Ειδικά Καθορισμένους Παγκόσμιους Τρομοκράτες» (SDGT). Η κίνηση αυτή τις εντάσσει τυπικά στο ίδιο πλαίσιο με οργανώσεις όπως το ISIS, η Αλ Κάιντα και η Χεζμπολάχ, σύμφωνα με πληροφορίες που μετέδωσε το Fox News.
Οι τέσσερις πυρήνες εδρεύουν σε Γερμανία, Ιταλία και Ελλάδα και αποδίδονται σε αυτούς βομβιστικές ενέργειες, πυροβολισμοί και άλλες πράξεις βίας με πολιτικά κίνητρα. Από ελληνικής πλευράς, στις λίστες περιλαμβάνονται η «Ένοπλη Προλεταριακή Δικαιοσύνη» και η «Επαναστατική Ταξική Αυτοάμυνα», στις οποίες αποδίδονται επιθέσεις σε κυβερνητικά κτίρια και η πρόσφατη βομβιστική ενέργεια στα κεντρικά γραφεία της Hellenic Train, την οποία η δεύτερη είχε αφιερώσει «στον παλαιστινιακό λαό».
Στη Γερμανία, στον κατάλογο εντάσσεται η Antifa Ost, ένας αριστερός πυρήνας που φέρεται να σχετίζεται με επιθέσεις την περίοδο 2018–2023. Οι γερμανικές αρχές έχουν ήδη απαγγείλει κατηγορίες σε επτά άτομα, ενώ η ουγγρική κυβέρνηση είχε χαρακτηρίσει την ομάδα «τρομοκρατική» μετά από βίαια περιστατικά στη Βουδαπέστη το 2023.
Κεντρική θέση στην απόφαση των ΗΠΑ έχει το Διεθνές Επαναστατικό Μέτωπο, γνωστό και ως Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία, συνασπισμός με έδρα την Ιταλία. Η οργάνωση συνδέεται με σειρά βίαιων ενεργειών την τελευταία εικοσαετία, όπως επιστολές–βόμβες, μικρούς εκρηκτικούς μηχανισμούς και περιστατικά πυροβολισμών, μεταξύ των οποίων και ο τραυματισμός στελέχους πυρηνικής μηχανικής το 2012.
Με τον χαρακτηρισμό τους ως FTO και SDGT, τα αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποχρεώνονται να παγώσουν τυχόν περιουσιακά στοιχεία των οργανώσεων, ενώ τα μέλη τους στερούνται τη δυνατότητα εισόδου στις ΗΠΑ. Παράλληλα, η Ουάσιγκτον αποκτά νομικά εργαλεία για ποινικές διώξεις σε άτομα που παρέχουν «υλική υποστήριξη» ή συνωμοτούν υπέρ των ομάδων αυτών υπό αμερικανική δικαιοδοσία.
Σε δήλωσή του, ο αναπληρωτής εκπρόσωπος Τόμι Πίγκοτ έκανε λόγο για «αναρχικούς, μαρξιστές και βίαιους εξτρεμιστές της Antifa» που διεξάγουν «τρομοκρατική εκστρατεία», ενώ ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Έρικ Σμιτ χαιρέτισε την απόφαση, ως βήμα λογοδοσίας για «ριζοσπαστικές ομάδες» που συνδέονται με πολιτική βία. Η επιλογή αυτή θεωρείται ασυνήθιστη, καθώς οι ακροαριστερές ομάδες στην Ευρώπη αντιμετωπίζονται συνήθως ως ζήτημα εσωτερικής ασφάλειας και όχι ως διεθνείς τρομοκρατικές δομές.



































































































