Στα Καλάβρυτα γράφτηκε η πιο σκοτεινή σελίδα της «πορείας θανάτου» της 117ης Γερμανικής Μεραρχίας Καταδρομών, η οποία από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1943 σκόρπιζε τον τρόμο στα χωριά της περιοχής, δολοφονώντας αμάχους, πυρπολώντας σπίτια και λεηλατώντας περιουσίες, μέχρι να κορυφώσει τη θηριωδία της στις 13 Δεκεμβρίου. Οι Γερμανοί εισήλθαν στην πόλη στις 9 Δεκεμβρίου, δημιουργώντας έναν ασφυκτικό κλοιό ώστε να μην μπορεί κανείς να διαφύγει, ενώ ο Γερμανός διοικητής καθησύχασε τους κατοίκους με ψευδείς διαβεβαιώσεις ότι δεν κινδύνευαν και ότι στόχος ήταν αποκλειστικά οι αντάρτες.

Αρχικά πυρπόλησαν σπίτια ανταρτών και αναζήτησαν πληροφορίες για τραυματίες Γερμανούς της Μάχης της Κερπινής, για να κορυφωθεί το δράμα το πρωί της Δευτέρας 13 Δεκεμβρίου, όταν πριν χαράξει χτύπησαν οι καμπάνες και δόθηκε διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι στο Δημοτικό Σχολείο με μία κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας.
Εκεί πραγματοποιήθηκε ο σκληρός διαχωρισμός: τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στο σχολείο, ενώ οι άνδρες άνω των 14 ετών οδηγήθηκαν σε φάλαγγες στη Ράχη του Καππή, έναν χώρο αμφιθεατρικά διαμορφωμένο ώστε να μην υπάρχει καμία πιθανότητα διαφυγής. Από εκεί, οι Καλαβρυτινοί παρακολουθούσαν την πόλη τους να καίγεται, γνωρίζοντας ότι μέσα στις φλόγες βρίσκονταν εγκλωβισμένες οι γυναίκες και τα παιδιά τους, σε μια από τις πιο αποτρόπαιες μαζικές εκτελέσεις αμάχων που διέπραξαν τα ναζιστικά στρατεύματα στην κατεχόμενη Ευρώπη.






































































































