Η ξαφνική πρόταση του Βλαντιμίρ Πούτιν για διμερείς συνομιλίες με την Ουκρανία ξάφνιασε τη διεθνή κοινότητα, αλλά δύσκολα γίνεται πιστευτή ως ειλικρινής πρόθεση ειρήνης. Αντίθετα, εντάσσεται σε μια μακρά σειρά τακτικισμών της Μόσχας, που επιχειρεί να ελέγξει τις εντυπώσεις και να κερδίσει χρόνο, ενώ η πίεση στα πεδία των μαχών αυξάνεται και η διεθνής απομόνωση βαθαίνει.
Μέχρι πρότινος, η Ρωσία ξεκαθάριζε ότι δεν αναγνωρίζει το καθεστώς Ζελένσκι ως συνομιλητή. Τι έχει αλλάξει τώρα; Πιθανώς η κατανόηση από το Κρεμλίνο ότι η διεθνής στήριξη προς το Κίεβο, και ειδικά από την Ευρώπη, όχι μόνο δεν υποχωρεί αλλά ενισχύεται. Η πρόσφατη κοινή εμφάνιση ηγετών από Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία στην Ουκρανία έστειλε σαφές μήνυμα ενότητας.
Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ – ακόμη και με πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ – έχουν υπογράψει συμφωνία στρατηγικής σημασίας με το Κίεβο για τις σπάνιες γαίες, αφήνοντας πίσω τις καθυστερήσεις των τελευταίων μηνών. Ο Πούτιν μοιάζει να προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το παράθυρο πριν την επόμενη φάση της δυτικής στήριξης, προτείνοντας συνομιλίες σε ουδέτερο έδαφος, όπως η Τουρκία.
Ωστόσο, η νέα ρωσική στάση έρχεται χωρίς ξεκάθαρες υποχωρήσεις ή εγγυήσεις. Το Κρεμλίνο δεν ζητά πλέον άμεση παράδοση, όπως στις πρώτες εβδομάδες της εισβολής, αλλά ούτε προτείνει κάποια πραγματική λύση. Η Ουκρανία παραμένει υπό πίεση, αλλά η Ρωσία έχει υποστεί χιλιάδες απώλειες και αδυνατεί να επιβάλει τους όρους της.
Επιπλέον, ο Πούτιν προσπαθεί να μην συγκρουστεί μετωπικά με τον Τραμπ, ο οποίος έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο αποκλιμάκωσης των κυρώσεων σε ρωσικά προϊόντα. Αν όμως η κίνηση αποδειχθεί απλώς ένας ακόμη διπλωματικός ελιγμός, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν θα διστάσει να αντιδράσει δυναμικά, επιβάλλοντας ακόμη και νέους δασμούς με μια υπογραφή.