Wall Street: Ανθεκτικότητα εν μέσω αβεβαιότητας – Τι δείχνουν οι κινήσεις των δεικτών

wall street market

Advertisement

Ο Απρίλιος έκλεισε με σκαμπανεβάσματα για τη Wall Street, ωστόσο τα τελευταία σημάδια από την Ουάσινγκτον έδωσαν μια ανάσα στις αγορές. Οι δηλώσεις του Λευκού Οίκου περί προόδου σε εμπορικά ζητήματα και φορολογικές ρυθμίσεις ενίσχυσαν το επενδυτικό κλίμα, επιτρέποντας στον δείκτη S&P 500 να καταγράψει τη μεγαλύτερη διαδοχική άνοδο από τον περασμένο Νοέμβριο.

Η ανακοίνωση πρόσθετων δασμών από την κυβέρνηση Τραμπ στις αρχές του μήνα προκάλεσε έντονες αναταράξεις. Παρά τη μερική αναστολή εφαρμογής τους στις 8 Απριλίου, οι διεθνείς αγορές επηρεάστηκαν έντονα και οι ανησυχίες για ενδεχόμενη ύφεση στις Ηνωμένες Πολιτείες επανήλθαν στο προσκήνιο. Ορισμένοι αναλυτές, μάλιστα, έσπευσαν να μιλήσουν για «μακελειό» στις μετοχές, υπογραμμίζοντας ότι ακόμη και με νέες εμπορικές συμφωνίες στον ορίζοντα, η ζημιά μπορεί να είναι ήδη ουσιαστική.

Σύμφωνα με τον Luke Tilley, επικεφαλής οικονομολόγο της Wilmington Trust Investment Advisors, από τις 9 Απριλίου η εταιρεία άρχισε να αξιολογεί την ύφεση ως το βασικό σενάριο. Εκτίμησε πως ακόμη και αν οι πιο πρόσφατοι δασμοί αποσυρθούν ή περιοριστούν, οι βασικές επιβαρύνσεις στις εισαγωγές θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, κάτι που δεν έχει παρατηρηθεί εδώ και δεκαετίες.

Με αυτά τα δεδομένα, η Wilmington Trust βλέπει πιθανότητα ύφεσης της τάξης του 60% εντός του επόμενου έτους. Η πρόβλεψη αφορά ήπια αλλά ορατή επιβράδυνση, ενώ άλλοι οικονομολόγοι τοποθετούν τον κίνδυνο ακόμη πιο ψηλά.

Παρά την ανησυχία, οι μετοχές εμφανίζουν σημάδια σταθεροποίησης. Οι προσδοκίες για στροφή της κυβέρνησης σε πολιτικές φιλικές προς την ανάπτυξη ενισχύουν την εμπιστοσύνη, ενώ η εικόνα δείχνει ότι ένα σημαντικό μέρος της ζημιάς έχει ήδη καταγραφεί στις τιμές.

Ο Tilley σημείωσε ότι, ιστορικά, ο δείκτης S&P 500 έχει καταγράψει μέση πτώση 20% κατά τη διάρκεια υφέσεων. Η πρόσφατη υποχώρηση πλησίασε αυτό το ποσοστό. Συγκεκριμένα, στις 8 Απριλίου, ο S&P 500 κατέγραψε πτώση 18,9% από το υψηλό της 19ης Φεβρουαρίου, ενώ αν ληφθεί υπόψη και η διακύμανση της 7ης Απριλίου, η πτώση έφτασε το 21,3% ενδοσυνεδριακά.

Παράλληλα, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι η ανάκαμψη από τα χαμηλά μπορεί να είναι ταχεία. Κατά μέσο όρο, ο δείκτης επανέρχεται σε υψηλά επίπεδα μέσα σε έντεκα μήνες. Αυτό το στοιχείο φαίνεται να ενισχύει τη διάθεση ανάληψης ρίσκου, ακόμη και σε ένα περιβάλλον με αυξημένη μεταβλητότητα.

Ενδεικτικό της αστάθειας είναι και το γεγονός ότι ο S&P 500 σημείωσε πτώση 7,3% κατά τις πρώτες 100 ημέρες της νέας κυβερνητικής περιόδου, επίδοση που θυμίζει τη δεύτερη θητεία του Ρίτσαρντ Νίξον το 1973. Αν και αυτή η εξέλιξη μπορεί να δείχνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της πίεσης έχει ήδη απορροφηθεί, η καταναλωτική ανθεκτικότητα παραμένει αμφίβολη. Ο Tilley τόνισε ότι ακόμη και περιορισμένες αυξήσεις στους δασμούς θα είναι δύσκολο να απορροφηθούν από τα αμερικανικά νοικοκυριά.

Την ίδια στιγμή, ο υπουργός Οικονομικών Μπέσεντ κάλεσε τους επενδυτές να προετοιμαστούν για μια περίοδο «αποτοξίνωσης» από τις προηγούμενες πολιτικές ενίσχυσης της ρευστότητας, υπονοώντας πως τα υπερκέρδη των δύο τελευταίων ετών δεν μπορούν να συνεχιστούν.

Το κύριο πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι μόνο τα οικονομικά μεγέθη αλλά και η αβεβαιότητα γύρω από τις πολιτικές αποφάσεις του Λευκού Οίκου. Αυτή η αβεβαιότητα εξακολουθεί να δημιουργεί έντονη αστάθεια στις αγορές, με τους επενδυτές να παρακολουθούν προσεκτικά κάθε νέα τοποθέτηση από την Ουάσινγκτον.

ΠΗΓΗ

Advertisement

Δείτε επίσης

Advertisement

ADVERTISEMENT​

Advertisement

Advertisement