Στις 15 Σεπτεμβρίου 1938 σβήνει ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες που γνώρισε η νεότερη Ελλάδα: ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς. Ο άνθρωπος που ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην ιδιοφυΐα και την τρέλα, στην αναγνώριση και στη λήθη, άφησε πίσω του έργα που σημάδεψαν τη νεοελληνική τέχνη.
Γεννημένος στον Πύργο της Τήνου το 1851, μέσα σε οικογένεια μαρμαρογλυπτών, έδειξε από νωρίς την κλίση του. Σπούδασε στην Αθήνα και συνέχισε στο Μόναχο, όπου ξεχώρισε για το ταλέντο και την τόλμη του. Το αριστούργημά του, η «Κοιμωμένη» στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, έγινε σύμβολο του νεοελληνικού ρομαντισμού και τον καθιέρωσε ήδη από νεαρή ηλικία.
Όμως η πορεία του δεν ήταν στρωμένη με δάφνες. Ψυχική ασθένεια τον οδήγησε σε μακροχρόνια νοσηλεία στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και στη συνέχεια σε χρόνια απομόνωσης στην Τήνο. Για δεκαετίες, το έργο του φαινόταν καταδικασμένο στη σιωπή. Κι όμως, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, επέστρεψε δυναμικά στη δημιουργία. Παρά τα σημάδια της ασθένειας, οι γλυπτικές του μορφές απέκτησαν μια νέα, εσωτερική δύναμη, σαν να κουβαλούσαν το βάρος και τη λύτρωση μιας ολόκληρης ζωής.
Ο Χαλεπάς υπήρξε η ζωντανή απόδειξη ότι η τέχνη μπορεί να αναστηθεί μέσα από τον πόνο. Σήμερα, το όνομά του στέκεται δίπλα στους μεγάλους καλλιτέχνες της Ευρώπης, ενώ τα έργα του αποτελούν ανεκτίμητη παρακαταθήκη για την Ελλάδα.
Σαν σήμερα, θυμόμαστε τον γλύπτη που με το σφυρί και το καλέμι του έδωσε σχήμα στην ανθρώπινη αγωνία, την ομορφιά και τη λύτρωση.





































































































