Του Κώστα Παππά
Τον Μάιο του 1956 ο Μάο Τσε Τουνγκ, επτά χρόνια μετά την άνοδο του στην εξουσία, σε έναν από τους πρόδρομους της «Πολιτιστικής Επανάστασης» λόγο του, εκφωνεί την περίφημη φράση: «Ας ανθίσουν 100 λουλούδια κι ας ανταγωνιστούν 100 θεωρητικές σχολές».
Η φράση αυτή αποτέλεσε από εκεί και πέρα παραφρασμένη με το “αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν” ένα συστατικό που μιλούσε για την έκφραση της ελεύθερης πολιτικής σκέψης και έκφρασης.
Θα μπορούσε στην Ελλάδα η συγκεκριμένη φράση να βρει την εφαρμογή της σε ένα κόμμα στο οποίο μέχρι τώρα έφερε στον πυρήνα του ταυτοτικά αυτή τη δυνατότητα, τον ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς όμως η αντίληψη αυτή μεταμόρφωσε στην πορεία των χρόνων τα λουλούδια της πολιτικής έκφρασης και της γόνιμης ανταλλαγής πολιτικών σκέψεων, σε κισσό που σκαρφάλωσε στο δέντρο της εξουσίας με την οποία ενδύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και άρχισε να πνίγει το ίδιο το δέντρο. Αυτό συνέβη γιατί οι άνθρωποι που εξέφραζαν αυτές τις ποικίλες και διαφορετικές σκέψεις δεν μπόρεσαν σχεδόν ποτέ να συναντηθούν με την πραγματικότητα. Έμοιαζαν περισσότερο με σκαπανείς που έσκαβαν σε ένα σημείο χωρίς σχέδιο και ήταν σίγουροι οτι κάτω από το έδαφος θα βρουν κάποιον θησαυρό που θάφτηκε καλά μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Δεν μπόρεσαν ποτέ να συνομιλήσουν με την εποχή τους και τελικά όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις οι ίδιες οι συνθήκες της πραγματικότητας αρχίζουν να ξεπερνούν με μεγάλη ευκολία ότι δεν ανανεώνεται και δεν προσφέρει κάτι καινούργιο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια ήταν πάντα ένας κήπος με πολλά λουλούδια, κάποια από αυτά έπαψαν πλέον να μυρίζουν και ήταν απλώς διακοσμητικά, κάποια άλλα μαράθηκαν και μάλλον ανέδιδαν τη δυσοσμία της σήψης παρά την ευωδία ενός φρέσκου κήπου. Αυτή η κατάσταση θα έφθανε κάποια στιγμή σε ένα οριακό σημείο σύγκρουσης ανάμεσα σε εκείνους που έβλεπαν το πρόβλημα και δεν μπορούσαν να το επιλύσουν και σε εκείνους που θεωρούσαν οτι το πρόβλημα ήταν εκείνοι που προσπαθούσαν να το επιλύσουν. Με λίγα λόγια μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια διαμορφώθηκαν διάφορα στρατόπεδα τα οποία είχαν και τη δική τους παντιέρα, made in κάπου, για το πως θα πρέπει να εφαρμοστεί ένα αριστερό και ριζοσπαστικό πρόγραμμα.
Το σημαντικότερο στοιχείο όμως που διαμόρφωσε αυτή τη Βαβέλ ήταν το γεγονός οτι κανείς δεν ομονοούσε και δεν ήθελε να εντοπίσει το πραγματικό πρόβλημα. Όταν κάποιος κάθεται στο ίδιο τραπέζι με έναν άλλο που θεωρεί από ενοχλητικό έως μισητό εχθρό δύο πράγματα θα συμβούν ή θα ανοίξει μια καλόπιστη συζήτηση από όλες τις πλευρές με διάθεση αυτοκριτικής, ώστε η συζήτηση αυτή να οδηγήσει κάπου ή τα πρόσωπα αυτά θα συγκρουστούν. Στο ΣΥΡΙΖΑ τόσα χρόνια δεν έγινε ούτε το ένα ούτε το άλλο και αυτό ήταν το μεγάλο ζήτημα, μεταξύ των άλλων. Όλοι αισθάνονταν ιδιοκτήτες σε ένα σπίτι που η ιστορία κληρονόμησε εξ’ αδιαιρέτου.
Όμως αν περιορίσουμε την κριτική μας μόνο στο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσουμε την μεγάλη εικόνα στην οποία φαίνεται πλέον καθαρά αυτό το έλλειμα διαλόγου και ειλικρίνειας στον πολιτικό βίο της χώρας. Το θέμα δεν είναι μόνο αν ο ΣΥΡΙΖΑ και με ποιόν τρόπο θα επιβιώσει από αυτή τη δοκιμασία ή αν θα αλλάξει την πολιτική του ταυτότητα και έκφραση, αλλά αν αυτό στο οποίο θα εξελιχθεί θα ευνοήσει την καλύτερη λειτουργία της δημοκρατίας, η οποία πάσχει πλέον από μια μονοφωνική κυριαρχία μιας παράταξης στην οποία δεν μπορεί να αρθρωθεί από κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης πειστικός αντίλογος.